- συσκιασμός
- συσκῐ-ασμός, ὁ,A = συσκίασις, Aq.Ps.26(27).5, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συσκιασμός — ὁ, Α [συσκιάζω] συσκίασις* … Dictionary of Greek
συσκιασμοῦ — συσκιασμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσκιασμῶν — συσκιασμός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)